σφάνιον

σφάνιον
σφάνιον· κλινίδιον, Hsch.; cf. ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ, Id. (Perh. σφᾱνιον, [dialect] Dor. etc. for Σφήνιον, abbrev. for σφηνόπους, q.v.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφάνιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον κλινίδιον» β) «ἐν σφανίῳ ἐν κλιναρίῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού συνθ. σφηνόπους* < σφήν, ηνός* (πιθ. δωρ. τ. τού αμάρτυρου σφήνιον)] …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”